διαμαρτυρία

διαμαρτυρία
Η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, ανατίθεσης ή παράπονου για ενέργειες ή παλείψεις βλαπτικές. (Νομ.) Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η εκδήλωση ενός ενδιαφερομένου, η οποία οφείλεται συχνά στη δημιουργία ή αλλοίωση μιας έννομης σχέσης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος επεκτείνει τα όρια μιας οικοδομής σε γειτονικό ακίνητο. Ο νόμος ρυθμίζει αρνητικά την περίπτωση απουσίας δ. μέσα σε έναν ορισμένο χρόνο, προβλέποντας ότι με την καταβολή ανάλογης αποζημίωσης μπορεί να επιδικαστεί η κυριότητα στον ιδιοκτήτη του κτίσματος. Η δ. συναντάται και στην αμφισβήτηση της πατρότητας, στις σχέσεις μισθωτού και εκμισθωτή και γενικά σε περιπτώσεις που η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ως ανοχή.
* * *
η (Α διαμαρτυρία)
1. ρητή άρνηση, από κάποιον, πραγμάτων που αποδίδονται σ' αυτόν
2. έντονη έκφραση παραπόνων για ενέργεια ή παράλειψη
3. ένσταση
αρχ.
έντονη υποστήριξη παραβιαζόμενων εθνικών δικαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαμαρτυρία — διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc/acc dual διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτυρίᾳ — διαμαρτυρίαι , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτυρία — η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, άρνησης, αντίθεσης και παράπονου: Υπήρξε έντονη διαμαρτυρία για τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμαρτυρίας — διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc pl διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτυρίαι — διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Диамартирия —    • Διαμαρτυρία,          род протеста против законности начатия тйжбы, который заявлялся посредством показаний свидетелей; когда же ответчик сам лично оспаривал право на поднятие дела, то это называлось παραγραφή. Наиболее известна Д.,… …   Реальный словарь классических древностей

  • διαμαρτυρίαν — διαμαρτυρίᾱν , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτυριῶν — διαμαρτυρία obstructive plea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτυρίαις — διαμαρτυρία obstructive plea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”