διαμαρτυρία — διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc/acc dual διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίᾳ — διαμαρτυρίαι , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρία — η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, άρνησης, αντίθεσης και παράπονου: Υπήρξε έντονη διαμαρτυρία για τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρίας — διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc pl διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαι — διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Диамартирия — • Διαμαρτυρία, род протеста против законности начатия тйжбы, который заявлялся посредством показаний свидетелей; когда же ответчик сам лично оспаривал право на поднятие дела, то это называлось παραγραφή. Наиболее известна Д.,… … Реальный словарь классических древностей
διαμαρτυρίαν — διαμαρτυρίᾱν , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυριῶν — διαμαρτυρία obstructive plea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαις — διαμαρτυρία obstructive plea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей